Στα σχοινιά και με ορατό πλέον τον κίνδυνο της χρεοκοπίας βρίσκεται πλέον η Ελλάδα, μετά το ατελέσφορο Σαββατοκύριακο στις Βρυξέλλες, αλλά και το νέο γύρο πιέσεων από τους δανειστές. Έτσι, με το χάσμα μεταξύ Ελλάδας-εταίρων να παραμένει και να είναι ακόμα βαθύ, οι εξελίξεις αναμένεται να είναι ραγδαίες και χρονικά συμπυκνωμένες, με την παρασκηνιακή διαπραγμάτευση να κορυφώνεται, με πρώτο σταθμό τη συνεδρίαση του ΔΣ της ΕΚΤ την Τετάρτη. Το Eurogroup της Πέμπτης όμως παραμένει ένα σημαντικό ορόσημο, αν και τα νευρά και στις δύο πλευρές είναι τεντωμένα.
Η ελληνική πλευρά δεν αποχώρησε οικειοθελώς από τις Βρυξέλλες, όπως ήταν το αρχικό αφήγημα. Η ελληνική πλευρά εξωθήθηκε επί της ουσίας σε αποχώρηση, μετά τη συνάντηση, διάρκειας μόλις 45 λεπτών, καθώς δεν διαπιστώθηκε σημαντική σύγκλιση, μιας και οι δύο πλευρές προσήλθαν εκ νέου με διαφορετικές προσεγγίσεις. Οι δανειστές επέμειναν για κάλυψη του δημοσιονομικού κενού, ύψους περίπου 2,6% του ΑΕΠ με έσοδα από τον ΦΠΑ (1%), το ασφαλιστικό (1%) και το υπόλοιπο από λοιπές διαρθρωτικές κινήσεις, όπως η μείωση των στρατιωτικών δαπανών.
Από την άλλη, η ελληνική πλευρά προσήλθε με πρόθεση να αποφύγει σκληρές παρεμβάσεις σε μισθολογικές αποδοχές και πρότεινε περίπου το 2% του κενού να καλυφθεί από φορολογικά έσοδα και το υπόλοιπο 0,6% από διαρθρωτικούς πόρους. Μόνο που οι δύο προτάσεις κινούνται σε αντίρροπους άξονες, δημιουργώντας ένα επικίνδυνο κενό μεταξύ τους.
Γιατί οι δανειστές μας σπρώχνουν στα σχοινιά;
Κατά γενική ομολογία, η στάση των δανειστών αποδεικνύεται σκληρή και χωρίς διάθεση υπαναχωρήσεων ως προς τα ζητήματα των δημοσιονομικών στόχων. Όπως εξηγούν σχεδόν μονότονα κοινοτικές πηγές, οι δημοσιονομικοί στόχοι καθορίστηκαν στη συνάντηση του Βερολίνου, στο ανώτατο δυνατό επίπεδο δηλαδή, επομένως θεωρείται το ύστατο βήμα παραωρήσεων. Από εκεί και πέρα, το πώς θα φτάσουμε στον δημοσιονομικό στόχο είναι διαπραγματεύσιμο, όμως οι δανειστές απαιτούν μέτρα που θα έχουν βέβαιη εισπραξιμότητα.
Τι σημαίνει μέτρα βέβαιης εισπραξιμότητας; Παρεμβάσεις σε μισθολογικές και συνταξιοδοτικές αποδοχές, έστω και σε πολύ μικρό μεσοσταθμικό επίπεδο, αύξηση της φορολογίας με αιχμή του δόρατος βέβαιες εισπρακτικές πηγές, μείωση των στρατιωτικών δαπανών και λοιπές πράξεις για εξοικονόμηση και περιστολή δαπανών. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος, για τον οποίο από την πλευρά των εταίρων απορρίπτουν και τις προτάσεις της κυβέρνησης:
ισχυρίζονται πως δεν υπάρχει μεγάλη απόκλιση από τη μία πρόταση στην άλλη, όταν έχει καταστεί σαφές πως χρειάζεται μεγαλύτερη σύγκλιση, ενώ οι προτάσεις της Αθήνας δεν έχουν εξασφαλισμένη εισπραξιμότητα, την ώρα που η εμπιστοσύνη έχει καταρρεύσει. Και αυτό μπορεί να μοιάζει επουσιώδες, η έλλειψη εμπιστοσύνης για την προώθηση μεταρρυθμίσεων οδηγεί τους δανειστές σε σκληρές προτάσεις για να μην χαθεί η χρονιά και να “μαζευτεί” η δημοσιονομική απόκλιση.
Έτσι, μετά και το κυριακάτικο αδιέξοδο και τη διακοπή των συνομιλιών, στις Βρυξέλλες συζητούνται πλέον ανοιχτά ακόμα και πολύ σκληρές λύσεις, ενώ δεν είναι και λίγοι εκείνοι που πιστεύουν πως μια πρόταση take-it-or-leave-it δεν είναι πολύ μακριά. Φυσικά υπάρχουν και εκείνοι που εκτιμούν πως η κατάσταση είναι πλέον μη αναστρέψιμη και πως η κυβέρνηση εξ αρχής δεν ήθελε λύση, μπαίνοντας από νωρίς σε μια διαρκή διαδικασία blame game, ελπίζοντας πως οι εταίροι θα κάνουν και άλλες παραχωρήσεις.
«Ψυχραιμία»
Υπάρχει βεβαίως και η άλλη ανάγνωση των εξελίξεων, την οποία κάνουν και κάποιες πηγές από το Βερολίνο, αλλά και από άλλα κέντρα εξελίξεων: βλέπουν μεν μια επικίνδυνη ακροβασία πάνω από τη φωτιά, με τους δανειστές να κουνούν τη δοκό και την Ελλάδα σχεδόν να... χοροπηδάει πάνω της, όμως ισχυρίζονται πως η όξυνση της διπραγμάτευσης μπορεί να εντάσσεται στη στρατηγική της κυβέρνησης για ευκολότερη υπαναχώρηση, μιας και ο κίνδυνος της ρήξης έχει απείρως μεγαλύτερες συνέπειες από την επιλογή μιας κακής συμφωνίας.
Δείχνουν μάλιστα και άλλες δραματικές διαπραγματεύσεις προηγούμενων κυβερνήσεων, όπου τα πράγματα έφτασαν στα άκρα ή περίπου στα άκρα και την τελευταία στιγμή αποφεύχθηκε το ατύχημα. Με αυτά τα δεδομένα, συνιστούν ψυχραιμία και αναγνωρίζουν ως καταληκτική ημερομηνία για την εξεύρεση συμφωνίας την 30η Ιουνίου όταν και τελειώνει το πρόγραμμα δηλαδή.
Βέβαια, σε αυτό το σημείο, άνθρωποι που γνωρίζουν πράγματα και καταστάσεις από το χώρο της Αριστεράς, αντιτάσσουν πως η σημερινή κυβέρνηση δεν πρέπει να συγκρίνεται με προηγούμενες κυβερνήσεις, καθώς ο τρόπος που διαχειρίζεται καταστάσεις διαφέρει εντελώς.
Στριμωγμένη η κυβέρνηση ρίχνει το φταίξιμο στους θεσμούς
Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση ρίχνει την ευθύνη για το μπλοκάρισμα των διαπραγματεύσεων στους θεσμούς, λέγοντας πως δεν επιδεικνύουν την απαιτούμενη ευελιξία που απαιτείται στη λογική των αμοιβαίων υποχωρήσεων.
Όπως το έθεσε μετά την αποχώρηση της ελληνικής διαπραγματευτικής ομάδας και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης, οι θεσμοί έχουν επιδείξει αδιαλλαξία, επικαλούμενοι έλλειψη εντολής για νέες παραχωρήσεις, με αποτέλεσμα να επιμένουν σε λύσεις που η Ελλάδα έχει διασαφηνίσει πως δεν πρόκειται να αποδεχθεί. Βέβαια, ο κύριος Δραγασάκης έκανε λόγο και για αντιπροτάσεις της Ελλάδας, οι οποίες ήταν κοστολογημένες και θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως βάση για τη συμφωνία, όμως δεν εξήγησε ποιες ήταν αυτές, ούτε προέκυψε κάποια διαρροή για τη φύση τους, περα από το ότι σχεδόν στο σύνολό τους (2% για δημοσιονομικό κενό 2,6%) ήταν φοροειπρακτικού χαρακτήρα.
Με αυτά τα δεδομένα, το κενό που μένει να καλυφθεί βρίσκεται περίπου στο 1% του ΑΕΠ, κάτι που μεταφράζεται σε σχεδόν 2 δις, ποσό που δεν είναι εύκολο να βρεθεί, αν η Αθήνα δεν αποδεχθεί μαχαίρι, έστω και ελαφρύ, σε μισθολογικές και συνταξιοδοτικές δαπάνες. Σε κάθε τόνο όμως η κυβέρνηση σπεύδει να διασαφηνίσει πως κάτι τέτοιο δεν θα γίνει, ευρισκόμενη βέβαια σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, μιας και στο Μέγαρο Μαξίμου γνωρίζουν πως οι συνέπειες της ρήξης ενδεχομένως και να είναι μια διαχειρίσιμες.
ΕΚΤ και Eurogroup οι επόμενοι σταθμοί
Με δεδομένο πως η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα έχει πλέον επιστρέψει στην Αθήνα, ο χρόνος που απομένει είναι, σε αυτή τη φάση, έως το Eurogroup της Πέμπτης προκειμένου να υπάρξουν ενδεχόμενες νέες υποχωρήσεις από την ελληνική πλευρά, με τη συνεδρίαση όμως του ΔΣ της ΕΚΤ να μεσολαβεί την Τετάρτη.
Ο πρωθυπουργός θα ενημερωθεί αναλυτικά από τη διαπραγματευτική ομάδα, ενώ συνεργάτες του δεν απέκλειαν να υπάρξει κάποια παρέμβασή του, είτε με δήλωση είτε με επικοινωνία του με κορυφαίους αξιωματούχους της απέναντι πλευράς.
Το πραγματικό ορόσημο όμως είναι σε πρώτη φάση η Τετάρτη, οπότε και συνεδριάζει το ΔΣ της ΕΚΤ, με όλο και περισσότερους να πιέζουν τον κεντρικό τραπεζίτη Μάριο Ντράγκι να συναινέσει σε αύξηση του collateral για τα ομόλογα των τραπεζών, ώστε να σταλεί ένα σαφές μήνυμα στην Ελλάδα πως οι όροι του παιχνιδιού είναι πολύ συγκεκριμένοι.
Βέβαια και εντός ΕΚΤ υπάρχουν ακόμα φωνές που καλούν για επίδειξη ψυχραιμίας και αποφυγή πολιτικών κινήσεων. Φυσικά, ο αμέσως επόμενος σταθμός είναι το Eurogroup, οπότε και θα φανεί πολύ πιο συγκεκριμένα τι μέλλει γενέσθαι με το ελληνικό πρόγραμμα.
Δημοσίευση σχολίου
Δημοσίευση σχολίου