Tpάπεζες και επιχειρηματίες καλούνται να επιταχύνουν τις διαδικασίες αντιμετώπισης του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Στο τραπέζι και η εφαρμογή του «μοντέλου Βωβού» για υπερχρεωμένες εταιρείες με συγκριτικά πλεονεκτήματα.


Πριν από λίγους μήνες, τράπεζες και βασικοί μέτοχοι συμφώνησαν την επίλυση του ζητήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων της γνωστής εταιρείας «Μπάμπης Βωβός», μέσω της πώλησης περιουσιακών στοιχείων της εισηγμένης σε νεοσύστατη επιχείρηση, η οποία και θα αναλάβει την εκμετάλλευση-διαχείριση των ακινήτων που απέκτησε.
Πάνω σ' αυτό το μοντέλο, το οποίο μπορεί να αποκτήσει σειρά από παραλλαγές, συζητείται το κατά πόσο θα μπορούσε να βρεθεί ουσιαστική λύση για πολλές από τις εταιρείες που διαθέτουν μεν συγκριτικά πλεονεκτήματα, αλλά δεν μπορούν να αποπληρώσουν τα δάνειά τους.
Ενδεικτικά είναι τα όσα αναφέρει οικονομικός διευθυντής εισηγμένης εταιρείας: «Όσο και αν ένας επενδυτής θέλει να τοποθετηθεί σε μια συγκεκριμένη επιχειρηματική δραστηριότητα, πολύ δύσκολα θα το πράξει μέσα από μια υπερχρεωμένη εταιρεία, ακόμη και αν οι τράπεζες κουρέψουν μέρος των δανείων, ή έστω προχωρήσουν σε ελκυστικές διευθετήσεις του χρέους.
Και αυτό γιατί, είτε Έλληνας είναι, είτε ξένος, ο συγκεκριμένος επενδυτής μπορεί μεν να είναι πρόθυμος να αναλάβει το επιχειρηματικό ρίσκο και τον γνωστό κίνδυνο της χώρας, ωστόσοδεν θέλει να «σηκώσει» νομικούς και λοιπούς κινδύνους που αφορούν το παρελθόν, για το οποίο άλλωστε δεν είναι και υπεύθυνος.
Ο επενδυτής αυτός καλείται να αντιμετωπίσει μια σειρά από ταλαιπωρίες και αβεβαιότητες: Να υπογράψει προσύμφωνο (MOU), να προχωρήσει σε περαιτέρω έλεγχο (due diligence) και στη συνέχεια να οριστικοποιήσει τη συμφωνία με βάση τα δεδομένα που θα έχουν προκύψει.
Όμως, όταν μια επιχείρηση είναι υπερχρεωμένη, συχνά αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα που είναι αμφίβολο αν μπορούν να εντοπιστούν μέσα από έναν σύντομο έλεγχο των λογιστικών της βιβλίων.
Επίσης, ο αγοραστής διατρέχει αυξημένο νομικό κίνδυνο, γιατί ενδέχεται να προκύψουν νομικές απαιτήσεις από τρίτους που δεν είχε αρχικά προβλέψει. Ή ακόμη και αν ορισμένα ζητήματα έχουν έρθει σε γνώση του υποψήφιου αγοραστή, ο νομικός κίνδυνος είναι υπαρκτός, τουλάχιστον για όσες περιπτώσεις δεν υπάρχει ιστορικό δικαστικών αποφάσεων.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι παράγοντες της αγοράς θεωρούν ως προτιμητέα λύση να πουληθούν τα βασικά περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης σε μια νέα εταιρεία (ενδεχομένως να μεταφερθεί σ' αυτή και ένα τμήμα των υποχρεώσεων), με στόχο το νέο αυτό σχήμα να μπορεί να προσελκύσει πολύ πιο εύκολα -και σε καλύτερο τίμημα- επενδυτές.
Μέσα από μια τέτοια διαδικασία: α) Η επιχείρηση θα συνεχίσει να λειτουργεί απρόσκοπτα, διατηρώντας θέσεις εργασίας, προς όφελος της ελληνικής οικονομίας, β) Οι τράπεζες και οι λοιποί πιστωτές θα έχουν τη δυνατότητα να εισπράξουν μέρος τουλάχιστον των απαιτήσεών τους είτε από την πώληση της νέας εταιρείας, είτε από τη διαχείριση των όποιων περιουσιακών στοιχείων και απαιτήσεων της παλιάς, γ) Οι μέτοχοι της υπερχρεωμένης επιχείρησης θα καταφέρουν ενδεχομένως να ανακτήσουν σε βάθος χρόνου ένα τμήμα του κεφαλαίου που είχαν επενδύσει, ή θεωρητικά και το σύνολο αυτού.
Θετικά στην όλη διαδικασία φαίνεται να επιδρά και το νέο θεσμικό πλαίσιο και ιδιαίτερα αυτό που αναφέρεται στον πρόσφατο πτωχευτικό κώδικα (ιδίως στο κομμάτι που αφορά την προπτωχευτική διαδικασία).
Βέβαια, στους κύκλους των τραπεζών υπάρχει και η αντίθετη άποψη, εκείνων που υποστηρίζουν πως θα ήταν προτιμότερη η επίλυση του προβλήματος των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων μέσα από τα υπάρχοντα εταιρικά σχήματα.
Ανεξάρτητα πάντως από τις προτάσεις που έχουν κατά καιρούς «πέσει στο τραπέζι», όλοι συμφωνούν πως η αντιμετώπιση του προβλήματος των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων θα πρέπει να αντιμετωπιστεί το συντομότερο δυνατόν, καθώς όσο συνεχίζεται η τρέχουσα κατάσταση:
• Οι επιχειρήσεις λειτουργούν κάτω από μεγάλους περιορισμούς ρευστότητας και συνήθως απαξιώνονται μέρα με την ημέρα. Έτσι, τίθεται σε κίνδυνο η λειτουργία επιχειρήσεων που συμβάλλουν στις ελληνικές εξαγωγές, ή που διαθέτουν εγχώρια παραγωγική παρουσία σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας.
• Μεταφέρουν ένα μεγάλο μέρος των προβλημάτων τους και στην υπόλοιπη (υγιή) αγορά μέσα από πωλήσεις σε τιμές κάτω του κόστους, μέσα από αθέτηση υποχρεώσεων προς προμηθευτές, μέσα από αδυναμία εκτέλεσης παραγγελιών.

Δημοσίευση σχολίου

Από το Blogger.