ΤΙ ΦΕΡΝΕΙ Ο ΝΕΟΣ ΝΟΜΟΣ - ΠΩΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΤΑΙ Η ΠΡΩΤΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ
Στο δεύτερο κεφάλαιο του νομοσχεδίου που κατατέθηκε στη Βουλή περιλαμβάνονται οι αλλαγές στο Ν.3869/2010, στις οποίες κατέληξε η ελληνική κυβέρνηση ύστερα από συμφωνία με τους εκπροσώπους των δανειστών. Το ερώτημα που πρέπει τώρα να απαντηθεί είναι εάν οι αλλαγές είναι προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο. Ειδικότερα, με ένα άρθρο το σχέδιο νόμου «Επείγουσες ρυθμίσεις για την εφαρμογή της Συμφωνίας Δημοσιονομικών Στόχων και Διαρθωτικών Μεταρρυθμίσεων» τροποποιεί το Νόμο Κατσέλη όπως ίσχυε μέχρι σήμερα, δηλαδή μετά και τις αλλαγές που επήλθαν στο θεσμικό πλαίσιο της προστασίας των δανειοληπτών τον Αύγουστο του 2015 με το Ν.4336/2015.
Υπενθυμίζουμε, για παράδειγμα, τη δυνατότητα περίληψης στο νόμο Κατσέλη και των οφειλών προς το Δημόσιο. Πρέπει να τονιστεί ότι πρόκειται για μία συμφωνία με ημερομηνία λήξης, αφού ρητώς ορίζεται ότι η ισχύς των αλλαγών είναι τριετής. Μετά την πάροδο αυτού του χρόνου θα επανεξεταστεί το σύνολο του θεσμικού πλαισίου με βάση την τότε κατάσταση της οικονομίας.
Μεγάλη σημασία δίνεται στη συσχέτιση του ετήσιου (μικτού δυστυχώς) οικογενειακού εισοδήματος με την αξία του ενυπόθηκου ακινήτου. Σε αυτές τις αντικειμενικές προϋποθέσεις προστίθενται και οι υποκειμενικές που αφορούν την θεσμικώς υποχρεωτική καθιέρωση των βασικών εννοιών του Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών, όπως αναθεωρήθηκε και ισχύει. Με άλλα λόγια εκτός του «λογιστικού» προσδιορισμού των εισοδημάτων και της αξίας του ακινήτου, προϋπόθεση για την προστασία αποτελεί ο χαρακτηρισμός του οφειλέτη ως συνεργάσιμου και ο υποκειμενικός προσδιορισμός των ευλόγων δαπανών διαβίωσης. Πρέπει ωστόσο να αναγνωρίσουμε ότι το κείμενο του σχεδίου νόμου περιλαμβάνει έναν αρκετά μεγάλο κατάλογο ευλόγων δαπανών διαβίωσης. Καλό θα είναι να διευκρινιστεί ότι πρόκειται περί ενδεικτικής και όχι περιοριστικής απαρίθμησης, υπό την έννοια, ότι αφού η κάθε περίπτωση κρίνεται ατομικά, ενδεχομένως να ενταχθούν και άλλες δαπάνες στο μέλλον. Το κρίσιμο λοιπόν είναι να προσδιοριστεί επακριβώς ο τρόπος και τα πρόσωπα που θα προσδιορίζουν, κάθε φορά και για κάθε δανειολήπτη, το εύλογο των δαπανών διαβίωσης.
Υπό το γενικό αυτό πρίσμα παρακάτω παρατίθενται οι σημαντικότερες αλλαγές.
• Ως προς την προστασία της πρώτης κατοικίας διακρίνονται δύο μεγάλες κατηγορίες ληξιπρόθεσμων δανειοληπτών. Έτσι από τη μία μεριά ρυθμίζονται οι οφειλές των ιδιωτών που επιθυμούν μία επαναδιαπραγμάτευση της σύμβασής τους και από την άλλη μεριά υπάρχουν εκείνοι που βρίσκονται σε πλήρη αδυναμία καταβολής.
• Προστασία της πρώτης κατοικίας σε περίπτωση ρύθμισης, μέσω ρευστοποίησης της περιουσίας του. Αίτημα: η εξαίρεση της πρώτης κατοικίας.
Καταρχάς δεν πρόκειται περί μεταρρύθμισης του συνόλου του νόμου 3869/2010, δηλαδή του νόμου Κατσέλη, αλλά μιας σειράς άρθρων και παραγράφων που κυρίως πλήττουν την απόλυτη προστασία της πρώτης κατοικίας. Έτσι με την αλλαγή της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 9, τροποποιείται, ή καλύτερα αυστηροποιούνται οι προϋποθέσεις προστασίας της πρώτης κατοικίας των δανειοληπτών, προστασία που μέχρι σήμερα ήταν απόλυτη.
Κατά δεύτερον υποχρεωτικά ο δανειολήπτης πρέπει να έχει καταθέσει αίτημα εκκαθάρισης, δηλαδή σχέδιο διευθέτησης των οφειλών του. Απαραίτητη προϋπόθεση η μη χειροτέρευση της οικονομικής θέσης των πιστωτών. Ως τέτοια θεωρείται η περίπτωση κατά την οποία οι τράπεζες ή η τράπεζα στην οποία οφείλει ο δανειολήπτης θα έχει το ίδιο ύψος απαίτησης και συνεπώς ικανοποίησης της απαίτησης, όσο θα μπορούσε βάσιμα να διεκδικήσει και στην περίπτωση πλειστηριασμού.
Κατά τρίτον για την προστασία τίθενται οικονομικά κριτήρια. Έτσι προστατεύεται η κύρια και μοναδική κατοικία όταν (1η προϋπόθεση) το οικογενειακό εισόδημα δεν υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, προσαυξημένες κατά 70%. Πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι, και σε αντίθεση με το νόμο του 2013, το εισαχθέν νομοσχέδιο δεν προσδιορίζει εάν πρόκειται για καθαρές αποδοχές ή για μικτές. Σε κάθε περίπτωση μόνο το ύψος του οικογενειακού εισοδήματος δεν καλύπτει την προστασία, αλλά πρέπει οπωσδήποτε να πληρούται και η δεύτερη προϋπόθεση, δηλαδή η αξία της κύριας κατοικίας να μην υπερβαίνει τις 180.000 ευρώ για τον άγαμο, τις 220.000 για τον έγγαμο και τις 280.000 ευρώ για τον έγγαμο με τρία τέκνα, ποσό που τίθεται ως απόλυτο όριο της προστασίας.
Κατά τέταρτον ο προσδιορισμός της μέγιστης ικανότητας αποπληρωμής του οφειλέτη, γίνεται με κατευθύνσεις που εκδίδει με πράξη της η Τράπεζα της Ελλάδος. Επιπλέον πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι δυστυχώς απαλείφθηκε η έκθεση ειδικού εμπειρογνώμονα σχετικά με την εκτίμηση του ποσού που αντιστοιχεί στην τιμή του ακινήτου σε περίπτωση πλειστηριασμού. Η σύσταση του μητρώου Ειδικών Εμπειρογνωμόνων όπως οριζόταν στο σχέδιο νόμου θα αποτελούσε ένα εχέγγυο αντικειμενικής αξιολόγησης της πραγματικής κατάστασης του δανειολήπτη και θα προσδιόριζε το ύψος της πραγματικής αξίας του ακινήτου. Με την τροποποίηση, ο ρόλος αυτός δίδεται στην Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία λαμβάνει έτσι με τον τρόπο αυτό ανεπίτρεπτα διττή αρμοδιότητα.
• Οφειλέτες ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων με πλήρη αδυναμία καταβολής των μηνιαίων δόσεων: Δυνατότητα «οικονομικής συνδρομής» από το Δημόσιο.
Στην περίπτωση αυτή οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση της προστασίας περιλαμβάνουν τον υπολογισμό του οικογενειακού εισοδήματος, το οποίο θα πρέπει να είναι ως και ίσο των ευλόγων δαπανών διαβίωσης καθώς και τον υπολογισμό της αντικειμενικής αξίας της κύριας κατοικίας από 120.000 ευρώ για τον άγαμο οφειλέτη 220.000 ευρώ για τον έγγαμο οφειλέτη με τρία παιδιά ως απώτατο όριο.
Η διάταξη αυτή περιλαμβάνει μόνο και αποκλειστικά τα στεγαστικά δάνεια για τα οποία έχει εκδοθεί οριστική ή πρόκειται να εκδοθεί οριστική απόφαση και ο οφειλέτης αδυνατεί να ανταπεξέλθει και σε αυτή την προσδιορισμένη από το δικαστήριο δόση. Στις υποχρεώσεις αυτές υπεισέρχεται το Δημόσιο ύστερα από σχετική αίτηση του δανειολήπτη. Η περίοδος αυτή όμως, της βοήθειας του κράτους, δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία έτη.
Αξίζει επιπροσθέτως να σημειωθεί ότι για το έτος 2016, αν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στη δόση που όφειλε να καταβάλει ο δανειολήπτης και σε αυτή που τελικά κατέβαλε και με τη συνδρομή του Δημοσίου, δεν φτάνουν το ποσό της μηνιαίας δόσης, τότε επιμερίζονται στις μηνιαίες καταβολές των επόμενων ετών. Αντίθετα, αν η διαφορά αυτή πραγματοποιηθεί από το 2017 και μετά, την αναλαμβάνει εξολοκλήρου το Ελληνικό Δημόσιο.
Οι υπόλοιπες αλλαγές που έρχονται
1. Διατήρηση της αναστολής της παραγραφής των αξιώσεων των δανειστών με την κατάθεση της αίτησης στο Ειρηνοδικείο
2. Υποχρέωση, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης, σύμμετρης ικανοποίησης των δανειστών, δηλαδή καταβολή του 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης
3. Εκπτωση από την προσωρινή ρύθμιση εάν ο δανειολήπτης δεν εξοφλήσει ποσό που αντιστοιχεί αθροιστικά σε ως και τρεις μηνιαίες δόσεις το χρόνο
4. Δυνατότητα αίτησης αναστολής της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης (πλειστηριασμού) εφόσον δεν έχει εκδοθεί προσωρινή διαταγή
5. Δυνατότητα ορισμού από το δικαστήριο εκκαθαριστή, που θα συνδράμει στην επιτυχή ρευστοποίηση της περιουσίας του οφειλέτη. Στην περίπτωση αυτή αναγνωρίζεται και η δυνατότητα, εφόσον η προς ρευστοποίηση περιουσία επαρκεί, απαλλαγής του οφειλέτη από τα χρέη.
6. Επίσημη θέσπιση της υποχρέωσης του δανειολήπτη να «συμπεριφέρεται» ως συνεργάσιμος κατά τον Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών.
Ορίζεται ως υποχρεωτική η επικαιροποίηση των στοιχείων των υπερχρεωμένων δανειοληπτών που έχουν καταθέσει αίτηση υπαγωγής στο νόμο Κατσέλη και εκκρεμεί η υπόθεσή τους στο Ειρηνοδικείο. Τίθεται εξάμηνη προθεσμία.
Οι αλλαγές που επέρχονται με το υπό κρίση κείμενο είναι αλήθεια αρκετές. Καίρια τροποποίηση επέρχεται στην απόλυτη προστασία της πρώτης κατοικίας και αυτή πρέπει να ειδωθεί και σε σχέση με το νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και την εκ βάθρων αλλαγή των διατάξεων περί αναγκαστικής εκτέλεσης (πιο κατανοητά, για τη διαδικασία των πλειστηριασμών). Πρέπει ωστόσο να αναγνωριστεί η προσπάθεια ανακούφισης, έστω και αποσπασματικής, των αδυνατών με την εισαγωγή του «θεσμού» της οικονομικής βοήθειας από το Δημόσιο. Οι υπόλοιπες αλλαγές δεν αλλάζουν άρδην την προστασία του καινοτόμου, είναι η αλήθεια, Ν.3869/2010. Είναι όμως ανάγκη να προβλεφθούν ασφαλιστικές δικλείδες και να αποφευχθεί η ιδιαίτερη εξασφάλιση των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Θα ήταν σίγουρα ριζοσπαστικό να προβλεφθεί η απομείωση των δανείων των ευρισκομένων σε πλήρη αδυναμία δανειοληπτών, αντί της ανάληψής των μηνιαίων δόσεών τους από το Κράτος. Αφού λοιπόν δεν υιοθετήθηκαν τέτοιου είδους ρυθμίσεις, έχει έρθει πλέον η ώρα προώθησης της εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών, της εδραίωσης της διαμεσολάβησης με κύριο στόχο την αντιστοιχία ικανότητας αποπληρωμής-περιουσιακής κατάστασης και επαρκούς ικανοποίησης των πιστωτών. Άλλωστε οι νέες ρυθμίσεις εμμέσως παραπέμπουν στην διαμεσολάβηση κυρίως, με την εισαγωγή του εκκαθαριστή και την ευθεία παραπομπή στον πτωχευτικό κώδικα, ο οποίος προβλέπει πλέον αμέσως τη δυνατότητα ορισμού ως τέτοιου και διαπιστευμένου διαμεσολαβητή του Ν.3898/2010.
Είναι ανάγκη πλέον, μετά από έξι σχεδόν χρόνια οικονομικής κρίσης να βρεθεί μία στέρεη και αποτελεσματική λύση και όχι να θεσπίζονται μέτρα με ημερομηνία λήξης.
Γράφει η Δρ Χριστίνα Χαλανούλη, Δικηγόρος, Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια ΥΔΔΑΔ
Δημοσίευση σχολίου
Δημοσίευση σχολίου